χαρακτήριο

χαρακτήριο
το / χαρακτήριον, ΝΑ
εργαλείο χάραξης
νεοελλ.
ο χώρος όπου γίνονται εργασίες χάραξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρακ- τού χαράσσω* + επίθημα -τήριον (πρβλ. ταρακ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”